σκυθρώπου

σκυθρώπου
σκύθρωπος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκυθρωποῦ — σκυθρωπός of sad masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα …   Dictionary of Greek

  • Χάουπτμαν, Γκέρχαρτ — (Hauptmann, Όμπερζάλτσμπρουν, Σιλεσία 1862 – Αγκνέτεντορφ, Σιλεσία 1946). Γερμανός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Άρχισε μια πολύμορφη λογοτεχνική δραστηριότητα που δεν έμεινε αμέτοχη σε όλα τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του. Στο ποίημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”